Greek Meaning of fatheads

fatheads

Other Greek words related to fatheads

Definitions and Meaning of fatheads in English

fatheads

a stupid person

FAQs About the word fatheads

Definition not available

a stupid person

κούκλες,γαϊδούρια,χήνες,Σκληροί,Διαφωνίες,Νόδι,ξηροί καρποί,μετοχές,Γαλοπούλα,χαζοί

τζίνι,ιδιοφυΐες,εγκέφαλοι,Διανοούμενοι,διανοούμενοι,σοφοί,στοχαστές,μάγοι,πολυμαθείς,μαρκαδόροι

fates => μοίρες, fat-cat => Πλούσιος καπιταλιστής, fat cats => χοντρές γάτες, fast-tracks => γρήγορα μονοπάτια, fast-tracking => επιτάχυνση,