Greek Meaning of evoked

προκάλεσε

Other Greek words related to προκάλεσε

Definitions and Meaning of evoked in English

Wordnet

evoked (s)

called forth from a latent or potential state by stimulation

Webster

evoked (imp. & p. p.)

of Evoke

FAQs About the word evoked

προκάλεσε

called forth from a latent or potential state by stimulationof Evoke

εκμαιευμένος,εμπνεόμενος,Προσκάλεσε,εξαγόμενο,πήρα,τραβηγμένο,ανυψωμένο,αποκάλυψε,γυμνή,(θωρώ)

ξέχασα,έχασε,παραμελημένος,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,ξεπερασμένος

evoke => προκαλώ, evocator => επικαλεστής, evocative => ενδεικτικός, evocation => επίκληση, evocate => επικαλεσθεί,