Greek Meaning of etherealization
Αιθεριοποίηση
Other Greek words related to Αιθεριοποίηση
Nearest Words of etherealization
Definitions and Meaning of etherealization in English
etherealization (n.)
An ethereal or spiritlike state.
FAQs About the word etherealization
Αιθεριοποίηση
An ethereal or spiritlike state.
ασώματος,μεταφυσικός,ψυχικός,πνευματικός,υπερφυσικός,ασώματος,άμορφος,άυλος,ανούσιος,αόρατος
σωματικός,υλικό,φυσικός,ουσιαστικός,ζώο,σωματικός,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,βαρύς,αισθητός
ethereality => αιθερώδης, etherealism => αιθέρια, ethereal => αιθέριος , ether => Αιθέρας, etheostomoid => εθεοστομοειδής,