Greek Meaning of engirding
περίκλειση
Other Greek words related to περίκλειση
Nearest Words of engirding
Definitions and Meaning of engirding in English
engirding (p. pr. & vb. n.)
of Engird
FAQs About the word engirding
περίκλειση
of Engird
περιτύλιγμα,επίδεσμος,ζώνω,κυκλοφορία,περικύκλωση,ελικοειδής ,περιτύλιξη,περίμετρος,Περίφραξη,Δέσιμο
χαλάρωση,χαλάρωση,ξετύλιγμα,απόδεση,απελευθέρωση,αποδέσμευση,απελευθέρωση,λύσιμο
engirded => περικυκλωμένος, engird => περικυκλώνω, enginous => εφευρετικός, engine-type generator => Γεννήτρια τύπου κινητήρα, engine-sized => μεγέθους κινητήρα,