Greek Meaning of engird
περικυκλώνω
Other Greek words related to περικυκλώνω
Nearest Words of engird
- enginous => εφευρετικός
- engine-type generator => Γεννήτρια τύπου κινητήρα
- engine-sized => μεγέθους κινητήρα
- enginery => μηχανική
- enginer => μηχανικός
- enginemen => μηχανοδηγοί
- engineman => μηχανοδηγός
- engineer's chain => αλυσίδα μηχανικού
- engineering science => Μηχανική Επιστήμη
- engineering school => Πολυτεχνείο
Definitions and Meaning of engird in English
engird (v. t.)
To gird; to encompass.
FAQs About the word engird
περικυκλώνω
To gird; to encompass.
τυλίγω,Συγκρότημα,Επίδεσμος,ζώνη,κύκλος,περιβάλλω,τυλίγω,περίμετρος,δένω,|| **περικυκλώνω** ||
μη περικυκλωμένος,λύνω,χαλαρώνω,ξετυλίγω,αποσυνδέω,αποδέσμευση, ελευθερία,λύνω
enginous => εφευρετικός, engine-type generator => Γεννήτρια τύπου κινητήρα, engine-sized => μεγέθους κινητήρα, enginery => μηχανική, enginer => μηχανικός,