FAQs About the word ungird

μη περικυκλωμένος

To loose the girdle or band of; to unbind; to unload.

λύνω,λύνω,χαλαρώνω,ξετυλίγω,αποδέσμευση, ελευθερία,αποσυνδέω

Συγκρότημα,ζώνη,περικυκλώνω,περιβάλλω,ζώνω,ζώνη,περίμετρος,δένω,τυλίγω,|| **περικυκλώνω** ||

ungifted => ατάλαντος, un-get-at-able => απρόσιτο, ungetatable => δυσπρόσιτος, unget => μη επανακτηθεί, ungentlemanly => αγενής,