FAQs About the word enwreathe

περιβάλλω

See Inwreathe.

κύκλος,βρόχος,δένω,άνεμος,Επίδεσμος,περικυκλώνω,περιβάλλω,περιτυλίγω,τυλίγω,περίμετρος

μη περικυκλωμένος,λύνω,χαλαρώνω,ξετυλίγω,αποσυνδέω,λύνω,αποδέσμευση, ελευθερία

enwrapped => τυλιγμένος, enwrapment => περιτύλιξη, enwrap => τυλίγω, enwombing => η ενδυνάμωση, enwombed => έγκυος,