FAQs About the word bandaging

επίδεσμος

the act of applying a bandageof Bandage

υποχρεωτικός,σάλτσα,επούλωση,θεραπεία,παρών,σκλήρυνση,φαρμακευτική αγωγή,Νοσηλευτική,σπαργάνωση,φροντίδα (για)

αφαίρεση επιδέσμου

bandaged => Επιδεσμένος, bandage => Επίδεσμος, band together => συνεργαστείτε, band saw => Κορδελοπρίονο, band oneself => ενωθεί,