Greek Meaning of bandaging
επίδεσμος
Other Greek words related to επίδεσμος
Nearest Words of bandaging
Definitions and Meaning of bandaging in English
bandaging (n)
the act of applying a bandage
bandaging (p. pr. & vb. n.)
of Bandage
FAQs About the word bandaging
επίδεσμος
the act of applying a bandageof Bandage
υποχρεωτικός,σάλτσα,επούλωση,θεραπεία,παρών,σκλήρυνση,φαρμακευτική αγωγή,Νοσηλευτική,σπαργάνωση,φροντίδα (για)
αφαίρεση επιδέσμου
bandaged => Επιδεσμένος, bandage => Επίδεσμος, band together => συνεργαστείτε, band saw => Κορδελοπρίονο, band oneself => ενωθεί,