Greek Meaning of ungirding
χαλάρωση
Other Greek words related to χαλάρωση
Nearest Words of ungirding
Definitions and Meaning of ungirding in English
ungirding
to divest of a restraining band or girdle
FAQs About the word ungirding
χαλάρωση
to divest of a restraining band or girdle
χαλάρωση,ξετύλιγμα,απελευθέρωση,απελευθέρωση,λύσιμο,αποδέσμευση,απόδεση
Δέσιμο,ζώνη,περίκλειση,περικύκλωση,περιτύλιξη,Περίζωμα,περίμετρος,Περίφραξη,δέσιμο,περιτύλιγμα
ungirded => ανεζωσμένος, ungenteel => άκομψος, ungenial => δυσάρεστος, ungenerosity => φειδωλία, unfussy => ανέμελος,