Greek Meaning of elaborative
επεξεργασμένος
Other Greek words related to επεξεργασμένος
Nearest Words of elaborative
- elaborator => επεξεργαστής
- elaboratory => εργαστήριο
- elaeagnaceae => Ελαιάγνος
- elaeagnus => Αγριελιά
- elaeagnus augustifolia => Ελαίαγνος
- elaeagnus commutata => Σπαθόχορτο
- elaeagnus latifolia => Ιπποφαές, Σαντολίνα, Αγριοελιά
- elaeis => ελαΐς
- elaeis guineensis => Φοινικόδεντρο
- elaeis oleifera => Φοίνικας ελαιοφόρος
Definitions and Meaning of elaborative in English
elaborative (a.)
Serving or tending to elaborate; constructing with labor and minute attention to details.
FAQs About the word elaborative
επεξεργασμένος
Serving or tending to elaborate; constructing with labor and minute attention to details.
περίπλοκος,λεπτομερής,σύνθετο,σύνθετος,κομψός,εξαίσιος,φανταχτερός,εμπλεκόμενος,περίτεχνος,εκλεπτυσμένος
απλός,Αγέλαστος,σεμνός,απλό,απλός,άκοσμος,απλός,απλό,φαλακρός,Γυμνός
elaboration => Εκπόνηση, elaborating => εκτεταμένος, elaborateness => εκτενής, elaborately => περίτεχνα, elaborated => λεπτομερής,