Greek Meaning of deliriously
παραληρηματικά
Other Greek words related to παραληρηματικά
- ταραγμένος
- ταραγμένος
- Φρενήρης
- φοβισμένος
- υστερικός
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- αποσπασμένος
- αφηρημένος
- διαταραγμένος
- φρενήρης
- τρομοκρατημένος
- υστερικός
- αγχωμένος
- φοβισμένος
- τρομοκρατημένος
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- φοβισμένος
- φρίκη
- βαλλιστικός
- μανιακός
- τρελός
- άνοια
- ταραγμένος
- ανήσυχος
- φοβισμένος
- τρελός
- Μανιακός
- μανιακός
- πυρηνικός
- ταραγμένος
- έξαλλος
- μαινόμενος
- τεταμένος
- εκτός εαυτού
- φοβισμένος
- τρομοκρατημένος
- Σφυρηλατημένος (επεξεργασμένος)
Nearest Words of deliriously
- delirium => παραλήρημα
- delirium tremens => παραλήρημα τρέμουσα
- delist => Διαγραφή από το χρηματιστήριο
- delit => αδίκημα
- delitable => νόστιμος
- delitescence => διάλυση
- delitescency => απόκρυψη
- delitescent => υγροσκοπικός
- delitigate => Δεν υπάρχει διαθέσιμη μετάφραση.
- delitigation => απαλλαγή από αγωγή
Definitions and Meaning of deliriously in English
deliriously (r)
as if in a delirium
in a delirious manner
FAQs About the word deliriously
παραληρηματικά
as if in a delirium, in a delirious manner
ταραγμένος,ταραγμένος,Φρενήρης,φοβισμένος,υστερικός,ανήσυχος,ανήσυχος,ανήσυχος,αποσπασμένος,αφηρημένος
Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,ειρηνικός,ήρεμος,θυμίζει,Γαλήνιος,ήρεμος,ψύχραιμοs,κουλ
delirious => παραληρηματικός, delirifacient => παραισθησιογόνο, deliriant => παραληρηματικός, deliration => παραλήρημα, delirate => παραληρείν,