FAQs About the word delitigate

Δεν υπάρχει διαθέσιμη μετάφραση.

To chide; to rail heartily.

No synonyms found.

No antonyms found.

delitescent => υγροσκοπικός, delitescency => απόκρυψη, delitescence => διάλυση, delitable => νόστιμος, delit => αδίκημα,