Greek Meaning of defaulted (on)

αθέτηση (στο)

Other Greek words related to αθέτηση (στο)

Definitions and Meaning of defaulted (on) in English

defaulted (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word defaulted (on)

αθέτηση (στο)

ξέχασα,παραμελημένος,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,παραβιασμένο,ξεπερασμένος,προσβάλλω,Χρεοκοπημενος,παραβιάζω

απάντησε,ολοκληρωμένο,συμμορφώθηκε (με),γεμάτος,εκπληρωμένη,κράτησε,συνάντησε,ικανοποιημένος,επιτευχθείς,επιτεύχθηκε

default (on) => (από προεπιλογή σε), defatted => αποβουτυρωμένο, defames => συκοφαντεί, defamations => συκοφαντίες, defaces => παραμορφώνει,