Greek Meaning of dashing (off)

ορμώντας

Other Greek words related to ορμώντας

Definitions and Meaning of dashing (off) in English

dashing (off)

to write (something) in a very quick and hurried way

FAQs About the word dashing (off)

ορμώντας

to write (something) in a very quick and hurried way

μαγείρεμα,Μακιγιάζ,σκέψη (πάνω),Παλαμάκια (μαζί ή επάνω),παρασκευάζω,σχεδίαση,εκκόλαψη,εφεύρεση,κατασκευή,επινοώντας

διάταξη,δεδομένου ότι,τοποθέτηση,προετοιμάζει,σπουδάζει,στοχαστικός,εξασκούμενος,εξασκώντας,προετοιμασία,στοχαστικός

dashes => παύλες, dashed (off) => διακεκομμένη (εκτός), dash (off) => παύλα, darlings => αγάπες, darlingness => Αγάπη μου,