Greek Meaning of dashed (off)
διακεκομμένη (εκτός)
Other Greek words related to διακεκομμένη (εκτός)
Nearest Words of dashed (off)
Definitions and Meaning of dashed (off) in English
dashed (off)
to write (something) in a very quick and hurried way
FAQs About the word dashed (off)
διακεκομμένη (εκτός)
to write (something) in a very quick and hurried way
λιθόστρωτο (μαζί ή πάνω),μαγειρεμένο,σκεφτόμενος (σκεφτόμενος),χτυπάω παλαμάκια (μαζί ή ψηλά),χειροκροτώ (μαζί ή ψηλά),επινοημένη,σχεδιασμένο,εκκολαμμένος/εκκολαμμένη,εφεύρε,επινοημένος
διατεταγμένος,θεωρούμενος,τοποθετημένο,προετοιμασμένος,μελετήθηκε,στοχαστικός,ασκήθηκε,ασκήθηκε,έτοιμος,Σκεφτόταν
dash (off) => παύλα, darlings => αγάπες, darlingness => Αγάπη μου, darks => σκοτάδια, darkens => σκοτεινιάζει,