Greek Meaning of cringed (at)

Κατσουφιάζω (με)

Other Greek words related to Κατσουφιάζω (με)

Definitions and Meaning of cringed (at) in English

cringed (at)

No definition found for this word.

FAQs About the word cringed (at)

Κατσουφιάζω (με)

αποδοκιμασμένο (από),συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω),αντιτίθεμαι (σε),αποτρόπαιος,περιφρονημένος,μισητός,αγανακτισμένος,περιφρονημένος,καταδικασμένος,απέφυγε (κάτι ή ένα μέρος)

θαυμαστός,λατρεμένος,εκτιμημένος,πολύτιμος,σκάβω,ευχαρίστηκα,σκέφθηκε,Μου άρεσε,αγαπημένος,θεωρείται

cringed => συρρίκνωση, crimsons => κόκκινος, crimsoning => κοκκίνισμα, crimsoned => Κοκκινισμένος, crimpy => σγουρός,