Greek Meaning of cockamamy

τρελός

Other Greek words related to τρελός

Definitions and Meaning of cockamamy in English

Wordnet

cockamamy (s)

informal term for ridiculous and implausible

FAQs About the word cockamamy

τρελός

informal term for ridiculous and implausible

παράλογο,κωμικός,τρελός,χλευαστικός,ειρωνικός,Φανταστικός,φαρσικός,ανοησυ,ανόητος,τρελός

σοβαρός,λογικός,σοβαρός,επίσημος,αντιληπτός,Αξιόπιστος,λογικός,ρεαλιστικός,λογικός,ε разумный

cockamamie => γελοίος, cock-a-leekie => Κοτόσουπα με πράσα, cockaleekie => Κοκοκρα, cockaigne => Κωκαΐνη, cock-a-hoop => ενθουσιώδης,