Greek Meaning of cloyingly
λιγωτικά
Other Greek words related to λιγωτικά
- Σακχαρίνη
- Συναισθηματικός
- απρόσεκτος
- κολλώδης
- Κουτί με σοκολάτες
- τετριμμένος
- σταλαγματιώδης
- φρουτώδης
- ασαφής
- κολλώδες
- ερωτευμένος
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- χυλώδης
- δακρύβρεχτος
- μελό
- Γρανίτα (granita)
- μουσκεμένος
- σούπα
- Ζαχαρωμένος
- ζαχαρώδης
- βρεγμένος
- χαριτωμένος
- ονειρικός
- Καλό αίσθημα
- άνοστος
- Μελοδραματικός
- δακρυσμένος
- σεληνιακός
- νοσταλγικός
- μυθιστορηματικός
- σαπουνόπερας
- σαπουνάδα
- μελό
- συναισθηματικός
- με λαμπερά μάτια
- αφρώδης
- άνοστος
- γλυκόπικρος
- αδιάφορος
- Υδαρής
Nearest Words of cloyingly
Definitions and Meaning of cloyingly in English
cloyingly (r)
in an overly sweet manner
FAQs About the word cloyingly
λιγωτικά
in an overly sweet manner
Σακχαρίνη,Συναισθηματικός,απρόσεκτος,κολλώδης,Κουτί με σοκολάτες,τετριμμένος,σταλαγματιώδης,φρουτώδης,ασαφής,κολλώδες
κυνικός,ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,Αντιαισθηματικός,σκληρός,πεισματάρης
cloying => αηδής, cloyed => κορεσμένος, cloy => δυσφορώ, clownlike => κλόουνικος, clownishness => γελωτοποιία,