Greek Meaning of cloyingly

λιγωτικά

Other Greek words related to λιγωτικά

Definitions and Meaning of cloyingly in English

Wordnet

cloyingly (r)

in an overly sweet manner

FAQs About the word cloyingly

λιγωτικά

in an overly sweet manner

Σακχαρίνη,Συναισθηματικός,απρόσεκτος,κολλώδης,Κουτί με σοκολάτες,τετριμμένος,σταλαγματιώδης,φρουτώδης,ασαφής,κολλώδες

κυνικός,ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,Αντιαισθηματικός,σκληρός,πεισματάρης

cloying => αηδής, cloyed => κορεσμένος, cloy => δυσφορώ, clownlike => κλόουνικος, clownishness => γελωτοποιία,