FAQs About the word cloyed

κορεσμένος

of Cloy

ανακουφισμένο,κορεσμένος,χορτάτος,προσαρμοσμένο (σε),ευγνώμων,αφοσιωμένος,φωτισμένος,ανακουφισμένος,σβησμένο,χιουμοριστικός

διεγερμένος,ενθουσιασμένος,διεγερμένος,ερεθισμένος,πείραξε,δελεασμένος

cloy => δυσφορώ, clownlike => κλόουνικος, clownishness => γελωτοποιία, clownish => γελοίος, clowning => κλόουνιες,