Greek Meaning of cloyed
κορεσμένος
Other Greek words related to κορεσμένος
Nearest Words of cloyed
Definitions and Meaning of cloyed in English
cloyed (imp. & p. p.)
of Cloy
FAQs About the word cloyed
κορεσμένος
of Cloy
ανακουφισμένο,κορεσμένος,χορτάτος,προσαρμοσμένο (σε),ευγνώμων,αφοσιωμένος,φωτισμένος,ανακουφισμένος,σβησμένο,χιουμοριστικός
διεγερμένος,ενθουσιασμένος,διεγερμένος,ερεθισμένος,πείραξε,δελεασμένος
cloy => δυσφορώ, clownlike => κλόουνικος, clownishness => γελωτοποιία, clownish => γελοίος, clowning => κλόουνιες,