Greek Meaning of ceremonially
τελετουργικά
Other Greek words related to τελετουργικά
Nearest Words of ceremonially
Definitions and Meaning of ceremonially in English
ceremonially (r)
in a ceremonious manner
in a ceremonial manner
ceremonially (adv.)
According to rites and ceremonies; as, a person ceremonially unclean.
FAQs About the word ceremonially
τελετουργικά
in a ceremonious manner, in a ceremonial mannerAccording to rites and ceremonies; as, a person ceremonially unclean.
Τελετουργικός,συμβατικός,επίσημος,επίσημος,Σωστό,ορθόδοξος,ευγενικός,κατάλληλος,τακτικός,Τελετουργία
ανεπίσημος,ανεπίσημος,ακανόνιστος,μη συμβατικό,ανορθόδοξος,ελεύθερος τροχός,ακατάλληλος,ακατάλληλος,μη εξουσιοδοτημένος,ανεπίσημος
ceremonialism => Τελετουργικότητα, ceremonial occasion => επίσημη περίσταση, ceremonial dance => Τελετουργικός χορός, ceremonial => τελετουργικός, cerement => σάβανο,