Greek Meaning of formalistic
τυπολατρικός
Other Greek words related to τυπολατρικός
Nearest Words of formalistic
Definitions and Meaning of formalistic in English
formalistic (a)
concerned with or characterized by rigorous adherence to recognized forms (especially in religion or art)
FAQs About the word formalistic
τυπολατρικός
concerned with or characterized by rigorous adherence to recognized forms (especially in religion or art)
μεθοδικός,Τελετουργία,Τελετουργικός,συστηματικός,αποδεκτό,τελετουργικός,συμβατικός,Σωστό,ευπρεπής,επίσημος
ανεπίσημος,ανεπίσημος,ακανόνιστος,μη συμβατικό,ανορθόδοξος,ελεύθερος τροχός,ακατάλληλος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,μη εξουσιοδοτημένος
formalist => τυπολάτρης, formalism => Φορμαλισμός, formalised => τυπικό, formalise => τυποποιώ, formalisation => τυποποίηση,