Greek Meaning of formalness
Επισημότητα
Other Greek words related to Επισημότητα
Nearest Words of formalness
Definitions and Meaning of formalness in English
formalness (n)
a manner that strictly observes all forms and ceremonies
FAQs About the word formalness
Επισημότητα
a manner that strictly observes all forms and ceremonies
τελετουργικός,Τελετουργικός,συμβατικός,επίσημος,τακτικός,εξουσιοδοτημένος,Σωστό,ευπρεπής,ορθόδοξος,ευγενικός
ανεπίσημος,ανεπίσημος,μη συμβατικό,ελεύθερος τροχός,ακατάλληλος,ακατάλληλος,ακανόνιστος,μη εξουσιοδοτημένος,ανεπίσημος,ανεπίσημος
formally => επίσημα, formalizing => τυποποίηση, formalized => τυπικοποιημένο, formalize => τυποποιώ, formalization => Τυπικοποίηση,