Greek Meaning of cerebrovascular accident
εγκεφαλικό επεισόδιο
Other Greek words related to εγκεφαλικό επεισόδιο
- μπανγκ
- ρυθμός
- χτύπημα
- χτύπημα
- χτυπάω
- τσιμπάω
- λίρα
- γροθιά
- χτύπημα
- Χαστούκι
- χαστούκι
- Ξύλο
- σάρωση
- θόρυβος
- κτύπημα
- χτύπημα
- bash
- νυχτερίδα
- ξύλο
- ζώνη
- μποπ
- κουτί
- Μπουφές
- προτομή
- κόβω
- χειροκρότημα
- κλιπ
- επιρροή
- ρωγμή
- μανσέτα
- νταμπ
- ψιλοχτύπημα
- χάκινγκ
- χέρι
- χέιμέικερ
- γάντζος
- κλοτσιά
- Γόνατο
- Μάστιγα
- Γούνα
- διαλέγω
- παχουλός
- χτύπημα
- Ραπ
- γυμνοσάλιαγκας
- συντρίβω
- κάλτσα
- κεντρί
- Ράβδωση
- SWAT
- κούνια
- διακόπτης
- χτύπημα
- Ράπισμα
- Φουσκάλα
- whou
- μαστίγωμα
- μετρητής
- Αντεπίθεση
- αντεπίθεση
- μουλιάζει
- Αποκαθήλωση
- μαστίγωμα
- σφυρηλάτηση
- νοκντάουν
- Νοκ άουτ
- μάγκας
- χαστούκι
- Αριστερά
- επικόλληση
- λαγουδογροθιά
- δεξιά
- δεξιόχειρας
- Στρόγγυλο αμαξοστάσιο
- Ρίγος
- οχιά
- Νύχτιο δέσιμο
- ξυλοδαρμός
- uppercut
- ουάπ
- μαστίγιο
- μαστίγωμα
- ξυλοδαρμός
- Κτύπημα στο σώμα
- αντεπίθεση
- θραυστήρας
- ρόπαλο
- ραβδισμός
- ένα-δύο
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
Nearest Words of cerebrovascular accident
- cerebrovascular => εγκεφαλοαγγειακός
- cerebrospinal meningitis => Μηνιγγίτιδα
- cerebrospinal fluid => Εγκεφαλονωτιαίο υγρό
- cerebrospinal fever => Μηνιγγίτιδα
- cerebro-spinal => εγκεφαλονωτιαίος
- cerebrospinal => εγκέφαλο-νωτιαίος
- cerebrose => διορατικός
- cerebroscopy => Αγγειογραφία εγκεφάλου
- cerebropathy => Εγκεφαλοπάθεια
- cerebromeningitis => Μηνιγγίτιδα
Definitions and Meaning of cerebrovascular accident in English
cerebrovascular accident (n)
a sudden loss of consciousness resulting when the rupture or occlusion of a blood vessel leads to oxygen lack in the brain
FAQs About the word cerebrovascular accident
εγκεφαλικό επεισόδιο
a sudden loss of consciousness resulting when the rupture or occlusion of a blood vessel leads to oxygen lack in the brain
μπανγκ,ρυθμός,χτύπημα,χτύπημα,χτυπάω,τσιμπάω,λίρα,γροθιά,χτύπημα,Χαστούκι
υποτιμώ,καταγγέλλω,υποτιμώ,μειώνω,βάλω κάτω,συκοφαντώ
cerebrovascular => εγκεφαλοαγγειακός, cerebrospinal meningitis => Μηνιγγίτιδα, cerebrospinal fluid => Εγκεφαλονωτιαίο υγρό, cerebrospinal fever => Μηνιγγίτιδα, cerebro-spinal => εγκεφαλονωτιαίος,