Greek Meaning of caballed

ιππευε

Other Greek words related to ιππευε

Definitions and Meaning of caballed in English

Webster

caballed (imp. & p. p.)

of Cabal

FAQs About the word caballed

ιππευε

of Cabal

σύμμαχοι,Ενωμένοι (μαζί),συνεργάστηκε,συνεργάστηκαν,κρέμασε μαζί,ομάδα,Συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,σύλλογος,συσπειρώθηκε

Χώρισαν,αποσπασμένος,διαλυμένος,διαλυμένος,Διαζευγμένος,διαχωρισμένος,διαχωρισμένος,διαχωρίζω,αλλοτριωμένος,ανεμπλοκή

cabalize => Κομπάζω, cabalistically => καμπαλιστικά, cabalistical => Καββαλιστικός, cabalistic => καββαλιστικός, cabalist => Καβαλιστής,