Greek Meaning of caballed
ιππευε
Other Greek words related to ιππευε
- σύμμαχοι
- Ενωμένοι (μαζί)
- συνεργάστηκε
- συνεργάστηκαν
- κρέμασε μαζί
- ομάδα
- Συνδεδεμένος
- συνδεδεμένος
- σύλλογος
- συσπειρώθηκε
- συνδυασμένος
- ομοσπονδιακός
- ενωμένες
- Συνεργάστηκε
- ομοσπονδιακός
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- συμμαχημένος
- συγχωνευμένο
- οργανωμένος
- συνδικαλισμένος
- ενωμένος
- ενωμένος
- συνεκτικός
- συγκολλημένος
- ενοποιημένο
- συγκλίνουσας
- ομαδοποιημένα
- προσχώρησε
- δεμένο
- συνδεδεμένος
- δεμένος
Nearest Words of caballed
Definitions and Meaning of caballed in English
caballed (imp. & p. p.)
of Cabal
FAQs About the word caballed
ιππευε
of Cabal
σύμμαχοι,Ενωμένοι (μαζί),συνεργάστηκε,συνεργάστηκαν,κρέμασε μαζί,ομάδα,Συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,σύλλογος,συσπειρώθηκε
Χώρισαν,αποσπασμένος,διαλυμένος,διαλυμένος,Διαζευγμένος,διαχωρισμένος,διαχωρισμένος,διαχωρίζω,αλλοτριωμένος,ανεμπλοκή
cabalize => Κομπάζω, cabalistically => καμπαλιστικά, cabalistical => Καββαλιστικός, cabalistic => καββαλιστικός, cabalist => Καβαλιστής,