Greek Meaning of anomalousness

ανωμαλία

Other Greek words related to ανωμαλία

Definitions and Meaning of anomalousness in English

Wordnet

anomalousness (n)

deviation from the normal or common order or form or rule

Webster

anomalousness (n.)

Quality of being anomalous.

FAQs About the word anomalousness

ανωμαλία

deviation from the normal or common order or form or ruleQuality of being anomalous.

Δικoτομία,δυσαναλογία,Τριβή,ανισορροπία,Ασυμβατότητα,ασυμφωνία,ασυμφωνία,ασυμφωνία,ανισότητα,Ασυμβατότητα

σύμφωνα με,συμφωνία,αναλογία,κοινότητα,ταυτότητα,Ομοιότητα,ομοιότητα,ομοιότητα,ομοιότητα,Αναλογία

anomalously => ασυνήθιστα, anomalous communication => Ανώμαλη επικοινωνία, anomalous => ανώμαλος, anomalopteryx oweni => Anomalopteryx oweni, anomalopteryx => Anomalopteryx,