Greek Meaning of analyticity

αναλυτικότητα

Other Greek words related to αναλυτικότητα

Definitions and Meaning of analyticity in English

Wordnet

analyticity (n)

the property of being analytic

FAQs About the word analyticity

αναλυτικότητα

the property of being analytic

συνεκτικός,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,γνωστικός,Αποτέλεσμα,εμπειρικός

καζουιστική,καζουιστικός,πλανερός,νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό

analytically => αναλυτικά, analytical review => Αναλυτική ανασκόπηση, analytical geometry => Αναλυτική γεωμετρία, analytical cubism => Αναλυτικός κυβισμός, analytical balance => Αναλυτικός ζυγός,