Greek Meaning of analyticity
αναλυτικότητα
Other Greek words related to αναλυτικότητα
- καζουιστική
- καζουιστικός
- πλανερός
- νόθος
- παράλογος
- ασυνεπής
- Ασημαντος
- άκυρος
- παράλογος
- Παραπλανητικό
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- φαινομενικός
- παράλογος
- προβληματικός
- Αδύναμος
- παράλογο
- τρελός
- εριστικός
- εριστικό
- Ασυνέπεια
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- τρελός
- γελοίο
- απρόσεκτος
- Ασαφής
- μη επιστημονικός
- απλοϊκός
- στραβός
- μισοβρασμένο
- ανοησυ
- τρελός
- τρελός
- ανόητος
- μη πειστικός
- ασθενής
- Τρελός
- μη πειστικός
Nearest Words of analyticity
- analytically => αναλυτικά
- analytical review => Αναλυτική ανασκόπηση
- analytical geometry => Αναλυτική γεωμετρία
- analytical cubism => Αναλυτικός κυβισμός
- analytical balance => Αναλυτικός ζυγός
- analytical => Αναλυτικός
- analytic thinking => Αναλυτική σκέψη
- analytic geometry => Αναλυτική γεωμετρία
- analytic => αναλυτικός
- analyst => Αναλυτής
Definitions and Meaning of analyticity in English
analyticity (n)
the property of being analytic
FAQs About the word analyticity
αναλυτικότητα
the property of being analytic
συνεκτικός,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,γνωστικός,Αποτέλεσμα,εμπειρικός
καζουιστική,καζουιστικός,πλανερός,νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό
analytically => αναλυτικά, analytical review => Αναλυτική ανασκόπηση, analytical geometry => Αναλυτική γεωμετρία, analytical cubism => Αναλυτικός κυβισμός, analytical balance => Αναλυτικός ζυγός,