Greek Meaning of allowably

επιτρεπτά

Other Greek words related to επιτρεπτά

Definitions and Meaning of allowably in English

Wordnet

allowably (r)

in a permissible manner

Webster

allowably (adv.)

In an allowable manner.

FAQs About the word allowably

επιτρεπτά

in a permissible mannerIn an allowable manner.

αποδεκτός,επιпусти,νόμιμο,επιτρεπτός,επιτρεπτός,επιτρεπόμενο,εξουσιοδοτημένος,Υποχρεωτικό,εντάξει,πιστοποιημένο

αποκλεισμένος,απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,απαράδεκτο,απαγορευμένο,αρνηθεί,απαγορεύεται

allowableness => επιτρεπτότητα, allowable => επιτρεπόμενο, allow in => επιτρέψτε την είσοδο, allow for => επιτρέπει, allow => επιτρέψω,