Greek Meaning of undiminished

Αμείωτος

Other Greek words related to Αμείωτος

Definitions and Meaning of undiminished in English

Wordnet

undiminished (s)

not lessened or diminished

FAQs About the word undiminished

Αμείωτος

not lessened or diminished

γεμάτος,ανέπαφος,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,ολόκληρος,εκτεταμένος,ολοκλήρωμα,μέγιστος,τέλειο,ολομέλεια

συντομευμένος,κόβω,ελαττωμένος,μειωμένη,συντομευμένο,ατελής,ατελής,μερικός

undiluted => αδιάλυτος, undignified => ανάξιος, undigne => ανάξιος, undight => ξεστρατισμένος‎, undigestible => Απέπτος,