Greek Meaning of twerp
twerp
Other Greek words related to twerp
Nearest Words of twerp
- twenty-two rifle => Τουφέκι των 22
- twenty-two => εικοσι δύο
- twenty-twenty => είκοσι είκοσι
- twenty-three => είκοσι τρία
- twenty-third => είκοσι τρίτος
- twenty-sixth => εικοστός έκτος
- twenty-six => εικοσιέξι
- twenty-seventh => εικοστός έβδομος
- twenty-seven => είκοσι επτά
- twenty-second => εικοστός δεύτερος
Definitions and Meaning of twerp in English
twerp (n)
someone who is regarded as contemptible
FAQs About the word twerp
Definition not available
someone who is regarded as contemptible
Κρυπτογράφημα,νάνος,έντομο,ελαφρύ,κανείς,Γαρίδα,Τσακάλι,μισή πίντα,κατώτερος,μπουκιά
μεγάλος τροχός,αρχηγός,Ο eminence,σχήμα,κεφάλι,αρχηγός,ηγέτης,μεγιστάνας,νάβαβος,Πρόσωπο
twenty-two rifle => Τουφέκι των 22, twenty-two => εικοσι δύο, twenty-twenty => είκοσι είκοσι, twenty-three => είκοσι τρία, twenty-third => είκοσι τρίτος,