FAQs About the word tightly

Definition not available

in a tight or constricted manner, securely fixed or fastenedIn a tight manner; closely; nearly.

κοντά,πυκνό,Αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,άνετος,παχύς,Αεροστεγής,συμπαγής,Αδιάβροχο

Διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,διαρροή,Διαπεραστός,διαπερατό,ανοικτός

tightlipped => Λιγομίλητος, tight-laced => άκαμπτος , tight-knit => Δεμένοι, tight-fitting => στενό, tightfitting => σφιχτό,