Greek Meaning of tenanted
ενοικιαζόμενο
Other Greek words related to ενοικιαζόμενο
Nearest Words of tenanted
Definitions and Meaning of tenanted in English
tenanted (s)
resided in; having tenants
tenanted (imp. & p. p.)
of Tenant
FAQs About the word tenanted
ενοικιαζόμενο
resided in; having tenantsof Tenant
ενοικιασμένο,κατειλημμένος,κατοικημένο,ενοικιασμένο,συχνά επισκέπτεται,στοιχειωμένο,κρεμασμένος (σε),κατοικημένος,κατοικημένος,Υπενοικιάζω
No antonyms found.
tenantable => κατοικήσιμος, tenant saw => πριόνι ενοικιαστή, tenant farmer => ενοικιαστής αγρότης, tenant => ενοικιαστής, tenancy => μίσθωση,