FAQs About the word tenanted

ενοικιαζόμενο

resided in; having tenantsof Tenant

ενοικιασμένο,κατειλημμένος,κατοικημένο,ενοικιασμένο,συχνά επισκέπτεται,στοιχειωμένο,κρεμασμένος (σε),κατοικημένος,κατοικημένος,Υπενοικιάζω

No antonyms found.

tenantable => κατοικήσιμος, tenant saw => πριόνι ενοικιαστή, tenant farmer => ενοικιαστής αγρότης, tenant => ενοικιαστής, tenancy => μίσθωση,