Greek Meaning of swish
σούσουρο
Other Greek words related to σούσουρο
- παλιομοδίτικος
- έξω
- ξεπερασμένος.
- κολλώδης
- μη ελκυστικός
- άπρεπος
- όχι κουλ
- ξεπερασμένος
- τυρώδης
- ατημέλητος
- άχαρος
- άκομψος
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- φθαρμένος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- άμορφος
- άνοστος
- χυδαίος
- Αχιούμον
- ατημέλητος
- ξεπερασμένος
- άκομψος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ύπουλος
- άσχημος
Nearest Words of swish
Definitions and Meaning of swish in English
swish (n)
a brushing or rustling sound
swish (v)
move with or cause to move with a whistling or hissing sound
swish (s)
elegant and fashionable
FAQs About the word swish
σούσουρο
a brushing or rustling sound, move with or cause to move with a whistling or hissing sound, elegant and fashionable
κοχλάζω,σφύριγμα,σφυρίζω,φερμουάρ,σφύριγμα,τσιτσιρίζω,σβουούου,Επιθυμία,φυτό,σφύριγμα
παλιομοδίτικος,έξω,ξεπερασμένος.,κολλώδης,μη ελκυστικός,άπρεπος,όχι κουλ,ξεπερασμένος,τυρώδης,ατημέλητος
swirl => δίνη, swipe => σάρωση, swinish => χοιρινός, swingy => κουνιστός, swingletree => ζυγός,