Greek Meaning of sniffish

ειρωνικός

Other Greek words related to ειρωνικός

Definitions and Meaning of sniffish in English

sniffish

scornful, disdainful, sniffy, supercilious

FAQs About the word sniffish

ειρωνικός

scornful, disdainful, sniffy, supercilious

αλαζόνας,καβαλάρης,Υπερόπτης,υπέροχος,πομπώδης,επιτηδευμένος,υπερήφανος,Σνομπ,υποτιμητικός,ανώτερος

Αποδεκτός,θαυμάζοντας,εκτιμητικός,Εγκριτικός,σεβαστικός,σεβαστός,ανεκτικός,χειροκροτώντας,ευγενικός,ευγενικός

sniffing (at) => μύρισμα (σε), sniffing => Πρόσληψη οσμής, sniffed (at) => περιφρόνησε, sniffed => μύρισε, sniff (at) => μυρίζω (κάτι),