Greek Meaning of sniffed (at)
περιφρόνησε
Other Greek words related to περιφρόνησε
- περιφρονημένος
- περιφρονω
- ανυπόληπτος
- περιφρονεί κάποιον
- φταρνίζομαι
- περπάτησε επάνω
- καταφρονημένος
- συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω)
- με ψηλό καπέλο
- κοιτάζω από ψηλά
- περιφρονημένος
- ανεγνώρισε
- με μεγάλη μύτη
- απορριφθεί
- Κάνω μούρη
- αποτρόπαιος
- βδελυρός
- υποτιμούσε
- κατηγόρησε
- ξεπερασμένο
- μισητός
- αποδοκιμασμένο (από)
- υποτιμημένος
- προσέβαλε
- καταραμένος
- προσβάλλω
Nearest Words of sniffed (at)
Definitions and Meaning of sniffed (at) in English
sniffed (at)
to show dislike or disapproval of (something) especially because one thinks it is not important or worthy of respect
FAQs About the word sniffed (at)
περιφρόνησε
to show dislike or disapproval of (something) especially because one thinks it is not important or worthy of respect
περιφρονημένος,περιφρονω,ανυπόληπτος,περιφρονεί κάποιον,φταρνίζομαι,περπάτησε επάνω,καταφρονημένος,συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω),με ψηλό καπέλο,κοιτάζω από ψηλά
θαυμαστός,πολύτιμος,τιμώμενος,εκτιμημένος,σεβαστός,πολύτιμος,πολύτιμο,αποδεκτό,εκτιμημένος,εγκεκριμένος
sniffed => μύρισε, sniff (at) => μυρίζω (κάτι), snickery => πονηρός, snickers => Σνίκερς, snickering => хихикающий,