Greek Meaning of lionized

λατρευόμενος

Other Greek words related to λατρευόμενος

Definitions and Meaning of lionized in English

Webster

lionized (imp. & p. p.)

of Lionize

FAQs About the word lionized

λατρευόμενος

of Lionize

θαυμαστός,τιμώμενος,επαίνεσε,σεβαστός,σεβαστός,σεβάσμιος,λατρεμένος,λατρευόμενος,λατρεμένος,αποθεωμένος

βεβηλωμένος,ατιμασμένος,προσβεβλημένος,προσβεβλημένος,Εξοργισμένος,βεβηλωμένος,χλευασθεί,περιφρονημένος,Προσβεβλημένος,βλασφημούσε

lionize => λιονταρίζω, lionism => λιονταριά, lionise => υμνώ, lion-hunter => κυνηγός λιονταριών, lionhood => Λεοντοκαρδία,