Greek Meaning of simple mindedness

Απλοϊκότητα

Other Greek words related to Απλοϊκότητα

Definitions and Meaning of simple mindedness in English

Wordnet

simple mindedness (n)

a lack of penetration or subtlety

FAQs About the word simple mindedness

Απλοϊκότητα

a lack of penetration or subtlety

Άγνοια,Ευχέρεια,αθωότητα,αφέλεια,Φυσικότητα,Απλότητα,ειλικρίνεια,αφέλεια,αφέλεια,ειλικρίνεια

τέχνη,τεχνητότητα,Κυνισμός,ατιμία,εκλέπτυνση,εγκοσμιότητα,επιτήδευση,προσοχή,προσοχή,δολιότητα

simple microscope => Απλός μικροσκόπος, simple mastectomy => Απλή μαστεκτομή, simple machine => απλή μηχανή, simple leaf => Απλό φύλλο, simple interest => Απλό επιτόκιο,