Greek Meaning of silvering
αργύρωμα
Other Greek words related to αργύρωμα
- μαύρισμα
- σκοτείνιασμα
- εμβάθυνση
- αποχρωματισμός
- σκίαση
- ραβδώσεις
- γυάλισμα
- κυμάτωση
- Χρωματισμός
- κηλίδωση
- άλειμμα
- βαφή
- κηλίδες
- μαρμάρωμα
- στίξη
- Ζωγραφική
- Σχέδιο
- στίλβωση
- λαμπερός
- διάστικτος
- Χρώση
- Γραμμωτός
- θάμπωμα
- απόχρωση
- χρώση
- ποικιλοχρωμία
- Κηλίδες
- Καφέτισμα
- Χρωστικός
- κηλιδωτός
- Φακίδες
- λεκές
- χρώση
- χρώση
- πολυχρωμία
- ραβδωτός
Nearest Words of silvering
Definitions and Meaning of silvering in English
silvering (p. pr. & vb. n.)
of Silver
silvering (n.)
The art or process of covering metals, wood, paper, glass, etc., with a thin film of metallic silver, or a substance resembling silver; also, the firm do laid on; as, the silvering of a glass speculum.
FAQs About the word silvering
αργύρωμα
of Silver, The art or process of covering metals, wood, paper, glass, etc., with a thin film of metallic silver, or a substance resembling silver; also, the fir
μείωση φωτεινότητας,γλάσο,λεύκανση,φωτεινό,ξεθώριασμα,αστραπή,ψάθες,Λεύκανση,ασπρισμα,ζεμάτισμα
μαύρισμα,σκοτείνιασμα,εμβάθυνση,αποχρωματισμός,σκίαση,ραβδώσεις,γυάλισμα,κυμάτωση,Χρωματισμός,κηλίδωση
silveriness => αργυρότητα, silver-haired => Ασημομάλλης, silver-grey => Ασημί-γκρι, silver-green => Ασημοπράσινο, silver-gray => Ασημί-γκρι,