Greek Meaning of silveriness

αργυρότητα

Other Greek words related to αργυρότητα

Definitions and Meaning of silveriness in English

Webster

silveriness (n.)

The state of being silvery.

FAQs About the word silveriness

αργυρότητα

The state of being silvery.

γκρι,γκρί,ασήμι,ξεθωριασμένος,γκριζωπός,μολυβένιος,ουδέτερος,χλωμός,Καλάι,Πλάκα

φωτεινό,χρωματικός,έγχρωμος,βαθύς,ομοφυλόφιλος,πλούσιος,φλεγόμενος,πολύχρωμο,πολύχρωμος,Πολυχρωματικός

silver-haired => Ασημομάλλης, silver-grey => Ασημί-γκρι, silver-green => Ασημοπράσινο, silver-gray => Ασημί-γκρι, silverfish => ασημόψαρο,