Greek Meaning of rhetorically
ρητορικά
Other Greek words related to ρητορικά
- βομβαρδιστικός
- φουστάνι
- αέριος
- μεγαλοστομία
- φουσκωμένο
- ρητορικός
- περίτεχνος
- Ποντιφικός
- Υψηλός
- φουσκωμένος
- ανθηρός
- ανθισμένος
- αέριος
- μεγαλοπρεπής
- υψηλοπετών
- υψηλόφθόγγος
- Βομβοδιώδης
- πομπώδης
- επιτηδευμένος
- Ογκώδης
- Ανεμώδης
- φουσκωμένος
- υψηλοπετών
- φανταχτερός
- υπέροχος
- Τεχνητός
- πρησμένος
- φλύαρος
- μακροσκελής
Nearest Words of rhetorically
Definitions and Meaning of rhetorically in English
rhetorically (r)
in a rhetorical manner
FAQs About the word rhetorically
ρητορικά
in a rhetorical manner
βομβαρδιστικός,φουστάνι,αέριος,μεγαλοστομία,φουσκωμένο,ρητορικός,περίτεχνος,Ποντιφικός,Υψηλός,φουσκωμένος
άμεσο,εύγλωττος,Γεγονός,απλός,μη ρητορικός,φαλακρός,απλός,σκληρός,απλός,άκοσμος
rhetorical question => Ρητορικό ερώτημα, rhetorical device => ρητορικό τέχνασμα, rhetorical => ρητορικός, rhetoric => ρητορική, rhetor => ρήτορας,