Greek Meaning of rhetorically

ρητορικά

Other Greek words related to ρητορικά

Definitions and Meaning of rhetorically in English

Wordnet

rhetorically (r)

in a rhetorical manner

FAQs About the word rhetorically

ρητορικά

in a rhetorical manner

βομβαρδιστικός,φουστάνι,αέριος,μεγαλοστομία,φουσκωμένο,ρητορικός,περίτεχνος,Ποντιφικός,Υψηλός,φουσκωμένος

άμεσο,εύγλωττος,Γεγονός,απλός,μη ρητορικός,φαλακρός,απλός,σκληρός,απλός,άκοσμος

rhetorical question => Ρητορικό ερώτημα, rhetorical device => ρητορικό τέχνασμα, rhetorical => ρητορικός, rhetoric => ρητορική, rhetor => ρήτορας,