FAQs About the word rafting

Ράφτινγκ

of Raft, The business of making or managing rafts.

αεροστατική,επιπλέων,Ιστιοπλοΐα,κολύμβηση,λικνιζόμενος,επιπλέον,κρεμαστός,παρασυρμός,ολίσθηση,Αιωρούμενο

κατάδυση,βουτιά,κατακάθιση,βύθιση,βούτηγμα,imμέρσ,Αιχμή,βυθιζόμενος,καταδύοντας

raftered => δοκαρωτός, rafter => δοκός, rafted => prased, raft foundation => θεμελίωση επί πλακός, raft => Σχεδία,