Greek Meaning of rafting
Ράφτινγκ
Other Greek words related to Ράφτινγκ
Nearest Words of rafting
Definitions and Meaning of rafting in English
rafting (p. pr. & vb. n.)
of Raft
rafting (n.)
The business of making or managing rafts.
FAQs About the word rafting
Ράφτινγκ
of Raft, The business of making or managing rafts.
αεροστατική,επιπλέων,Ιστιοπλοΐα,κολύμβηση,λικνιζόμενος,επιπλέον,κρεμαστός,παρασυρμός,ολίσθηση,Αιωρούμενο
κατάδυση,βουτιά,κατακάθιση,βύθιση,βούτηγμα,imμέρσ,Αιχμή,βυθιζόμενος,καταδύοντας
raftered => δοκαρωτός, rafter => δοκός, rafted => prased, raft foundation => θεμελίωση επί πλακός, raft => Σχεδία,