Greek Meaning of raffles

λαχεία

Other Greek words related to λαχεία

Definitions and Meaning of raffles in English

Wordnet

raffles (n)

British colonial administrator who founded Singapore (1781-1826)

FAQs About the word raffles

λαχεία

British colonial administrator who founded Singapore (1781-1826)

συντρίμμια,σκόνη,σκουπίδια,Φορτηγό,Άχυρο,Νεκρό ξύλο,σκωρία,αναθυμιάσεις,έκκριση,ξύλο

aρπάζω,μαργαριτάρι,δαμάσκηνο,βραβείο,θησαυρός,Θησαυρός,Λεία,βρίσκω,Πολύτιμος λίθος,καλούδι

raffler => Λαχειοπώλης, raffled => κληρωμένος, raffle off => κλήρωση, raffle => λαχειοφόρος αγορά, raffishly => άξεστα,