Greek Meaning of quiescently
ήρεμα
Other Greek words related to ήρεμα
Nearest Words of quiescently
Definitions and Meaning of quiescently in English
quiescently (adv.)
In a quiescent manner.
FAQs About the word quiescently
ήρεμα
In a quiescent manner.
βαρετό,αδρανής,αδρανής,νυσταγμένος,ληθαργικός,αδιάφορος ,αδρανής,οκνηρός,τεμπέλης,ληθαργικός
ενεργός,αρραβωνιασμένος,απασχολημένος,δυναμικός ,Ενεργητικός,κινητικός,ζωηρός,κατειλημμένος,ζωηρός,ζωηρός
quiescent => αδρανής, quiescency => Ηρεμία, quiescence => ηρεμία, quiesced => ηρεμημένος, quiesce => αδρανοποιώ,