Greek Meaning of pornographic

pornographic

Other Greek words related to pornographic

Definitions and Meaning of pornographic in English

Wordnet

pornographic (s)

designed to arouse lust

FAQs About the word pornographic

Definition not available

designed to arouse lust

ενήλικας,υποδηλωτικός,ακατέργαστος,Βρόμικος,αηδιαστικός,απρεπής,Ώριμος,άσεμνος,χυδαίος,Ακατάλληλο για ανηλίκους

Καθαρός,μωροφιλόδοξος,Πουριτανικός,πουριτανικός,βικτοριανός,Κατάλληλη για όλες τις ηλικίες,Σωστό,αξιοπρεπής,ευπρεπής,ζωηρός

porkpie hat => Καπέλο τούρτα με χοιρινό κρέας, porkholt => χοιρινό μπούτι, pork-fish => Γουρουνοψάρι, porkfish => Χοίρος, porker => Χοίρος,