Greek Meaning of porousness
πορώδες
Other Greek words related to πορώδες
Nearest Words of porousness
Definitions and Meaning of porousness in English
porousness (n)
the property of being porous; being able to absorb fluids
FAQs About the word porousness
πορώδες
the property of being porous; being able to absorb fluids
Διαπεραστός,Διαπερατό,απορροφητικός,διαπερατό,αναπνεύσιμος,ικανοποιητικός
απροσπέλαστος,Αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,Αεροστεγής,κοντά,συμπαγής,πυκνό,απέραστο,Μη πορώδες
porous => πορώδης, porotype => πρωτότυπο, porosity => πορώδες, porose => πορώδης, poroporo => Ποροπόρο,