FAQs About the word porousness

πορώδες

the property of being porous; being able to absorb fluids

Διαπεραστός,Διαπερατό,απορροφητικός,διαπερατό,αναπνεύσιμος,ικανοποιητικός

απροσπέλαστος,Αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,Αεροστεγής,κοντά,συμπαγής,πυκνό,απέραστο,Μη πορώδες

porous => πορώδης, porotype => πρωτότυπο, porosity => πορώδες, porose => πορώδης, poroporo => Ποροπόρο,