Greek Meaning of bedroom
υπνοδωμάτιο
Other Greek words related to υπνοδωμάτιο
- ενήλικας
- Βρόμικος
- αηδιαστικός
- Φριβολος
- υποδηλωτικός
- άσεμνος
- Χοντρός
- ακατέργαστος
- γήινος
- φάουλ
- Hardcore
- άσεμνος
- απρεπής
- απρεπής
- σγουρός
- Ώριμος
- άσεμνος
- χυδαίος
- άσεμνος
- Μη εκτυπώσιμο
- χυδαίος
- ήπιο
- Ακατάλληλο για ανηλίκους
- ταπεινωτικός
- βρώμικο
- άτακτος
- διεστραμμένος
- βέβηλος
- πικάντικο
- αλμυρός
- άπρεπος
- αυθαίρετος
- κακός
Nearest Words of bedroom
- bedroom community => Υπνοπολειο
- bedroom furniture => Έπιπλα κρεβατοκάμαρας
- bedroom set => Σετ υπνοδωματίου
- bedroom suite => Σουίτα κρεβατοκάμαρας
- bedrop => ραντίζω
- bedrug => απάτη
- bedside => bedside
- bedside manner => Συμπεριφορά στο κρεβάτι του ασθενή
- bedsit => Μικρό υπνοδωμάτιο με κρεβάτι και καθιστικό
- bedsite => στο κρεβάτι
Definitions and Meaning of bedroom in English
bedroom (n)
a room used primarily for sleeping
bedroom (n.)
A room or apartment intended or used for a bed; a lodging room.
Room in a bed.
FAQs About the word bedroom
υπνοδωμάτιο
a room used primarily for sleepingA room or apartment intended or used for a bed; a lodging room., Room in a bed.
ενήλικας,Βρόμικος,αηδιαστικός,Φριβολος,υποδηλωτικός,άσεμνος,Χοντρός,ακατέργαστος,γήινος,φάουλ
Καθαρός,βικτοριανός,Σωστό,αξιοπρεπής,ευπρεπής,ευγενικός,μωροφιλόδοξος,σφιγμένος,κατάλληλος,Πουριτανικός
bedroll => υπνόσακος, bedrock => Υπέδαφος, bedrizzle => ραντίζω, bedright bedrite => κρεβάτι, bedridden => Κατάκοιτος,