Greek Meaning of palisading

πασσαλώματα

Other Greek words related to πασσαλώματα

Definitions and Meaning of palisading in English

Webster

palisading (p. pr. & vb. n.)

of Palisade

Webster

palisading (n.)

A row of palisades set in the ground.

FAQs About the word palisading

πασσαλώματα

of Palisade, A row of palisades set in the ground.

προσωρινή αποθήκευση,διατήρησης,μάχη,αντίθετος,απεργία,διατηρητέο,τοίχος,εμπόλεμος,πολεμώντας,ανταγωνιζόμενος

εφορμώντας,επιτιθέμενος,επιτιθέμενος,επίμονος,Πολιορκώντας,υπερθέτω,θυελλώδης,υποβάλλει,υποχωρητικός,υποχωρώντας

palisaded => πασσαλωμένος, palisade => Παλαισάδα, palinurus => Παλίνουρος, palinuridae => Λαγουστίδες, palinody => παλινωδία,