Greek Meaning of orthodoxly

ορθόδοξα

Other Greek words related to ορθόδοξα

Definitions and Meaning of orthodoxly in English

Webster

orthodoxly (adv.)

In an orthodox manner; with soundness of faith.

FAQs About the word orthodoxly

ορθόδοξα

In an orthodox manner; with soundness of faith.

τελετουργικός,Τελετουργικός,συμβατικός,επίσημος,επίσημος,τακτικός,Σωστό,ευπρεπής,ευγενικός,κατάλληλος

ανεπίσημος,ανεπίσημος,ακανόνιστος,μη συμβατικό,ανορθόδοξος,ελεύθερος τροχός,ακατάλληλος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,μη εξουσιοδοτημένος

orthodoxical => ορθόδοξος, orthodoxastical => ορθόδοξος, orthodoxally => ορθόδοξα, orthodoxality => Ορθοδοξία, orthodoxal => Ορθόδοξος,