Greek Meaning of orthodoxly
ορθόδοξα
Other Greek words related to ορθόδοξα
Nearest Words of orthodoxly
- orthodoxical => ορθόδοξος
- orthodoxastical => ορθόδοξος
- orthodoxally => ορθόδοξα
- orthodoxality => Ορθοδοξία
- orthodoxal => Ορθόδοξος
- orthodox sleep => Ορθόδοξος ύπνος
- orthodox judaism => Ορθόδοξος Ιουδαϊσμός
- orthodox jew => ορθόδοξος Εβραίος
- orthodox church => Ορθόδοξη Εκκλησία
- orthodox catholic church => Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία
Definitions and Meaning of orthodoxly in English
orthodoxly (adv.)
In an orthodox manner; with soundness of faith.
FAQs About the word orthodoxly
ορθόδοξα
In an orthodox manner; with soundness of faith.
τελετουργικός,Τελετουργικός,συμβατικός,επίσημος,επίσημος,τακτικός,Σωστό,ευπρεπής,ευγενικός,κατάλληλος
ανεπίσημος,ανεπίσημος,ακανόνιστος,μη συμβατικό,ανορθόδοξος,ελεύθερος τροχός,ακατάλληλος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,μη εξουσιοδοτημένος
orthodoxical => ορθόδοξος, orthodoxastical => ορθόδοξος, orthodoxally => ορθόδοξα, orthodoxality => Ορθοδοξία, orthodoxal => Ορθόδοξος,