Greek Meaning of mythological

μυθολογικός

Other Greek words related to μυθολογικός

Definitions and Meaning of mythological in English

Wordnet

mythological (s)

based on or told of in traditional stories; lacking factual basis or historical validity

Webster

mythological (a.)

Of or pertaining to mythology or to myths; mythical; fabulous.

FAQs About the word mythological

μυθολογικός

based on or told of in traditional stories; lacking factual basis or historical validityOf or pertaining to mythology or to myths; mythical; fabulous.

Αλληγορικός,Φαντασιώδης,Φανταστικός,φανταστικός,εφεύρε,υποκρίνομαι,χιμαιρικός,χιμαιρικός,Φανταστικός,φανταστικός

πραγματικός,υπάρχον,ιστορικός,πραγματικός,πραγματικός,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αυθεντικός,καλή τη πίστει,επιβεβαιωμένο

mythologic => μυθολογικός, mythologian => μυθολόγος, mythologer => μυθογράφος, mythographer => μυθογράφος, mythicize => μυθοποιώ,