Greek Meaning of mummified
μουμιοποιημένος
Other Greek words related to μουμιοποιημένος
Nearest Words of mummified
Definitions and Meaning of mummified in English
mummified (a.)
Converted into a mummy or a mummylike substance; having the appearance of a mummy; withered.
mummified (imp. & p. p.)
of Mummify
FAQs About the word mummified
μουμιοποιημένος
Converted into a mummy or a mummylike substance; having the appearance of a mummy; withered., of Mummify
αποξηραμένο,ζαρωμένος,ρυτιδωμένος,μαραμένος,ξεθωριασμένος,μειώθηκε,μαραμένος,μαραμένος,αρνήθηκε,μειωμένος
άνθισε,αναβίωσε,άνθισε,ανεπτυγμένη,δροσερός,μεγάλωσε,αυξημένος,ευημερώ,άνθισε,κέρωμα
mummification => ταρίχευση, mummies => μούμιες, mummied => Μουμιοποιημένο, mummichog => Μούμικογκ, mummery => μιμοδράμα,