FAQs About the word mummify

μουμιοποιώ

preserve while making lifeless, remove the organs and dry out (a dead body) in order to preserve it, dry up and shrivel due to complete loss of moistureTo embal

ξηρός,μαραίνομαι,μαραίνεται,μαραίνομαι,Μείωση,μειώνω,ξεθωριάζω,μειώνομαι,μαραμένο,πτώση

ακμάζω,ανανεώνω,μεγαλώνω,αύξηση,αναβιώνω,ευημερώ,λουλούδι,Αναπτύσσω,ευημερείν,κερί

mummiform => μουμιοειδής, mummified => μουμιοποιημένος, mummification => ταρίχευση, mummies => μούμιες, mummied => Μουμιοποιημένο,